-
1 перелёт
перелёт м (на самолёте) η πτήση· беспосадочный \перелёт η πτήση χωρίς ενδιάμεση προσγείωση* * *м( на самолёте) η πτήσηбеспоса́дочный перелёт — η πτήση χωρίς ενδιάμεση προσγείωση
-
2 беспосадочный
беспосадочный: \беспосадочный полёт η πτήση χωρίς ενδιάμεση προσ γείωση* * *беспоса́дочный полёт — η πτήση χωρίς ενδιάμεση προσγείωση
-
3 перелет
перелетм1. (птиц) ἡ μετανάστευ-ση[\перелетις]. ἡ ἀποδημία, ἡ διάβαση·2. (самолета) ἡ πτήση [-ις]:беспосадочный \перелет πτήση χωρίς ἐνδιάμεση προσγείωση·3. (при стрельбе) ἡ βολή πέραν τοδ στόχου. -
4 беспосадочный
беспосадочныйприл:\беспосадочный полет ав. (ή) πτήση χωρίς ἐνδιάμεση προσγείωση. -
5 перелёт
1. (полёт по намеченному маршруту) η πτήση 2. (сезонное переселение птиц) η αποδημία (των πουλιών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перелёт
-
6 полёт
1. (перемещение чего-л. летящего) η πτήσηучебный - см. тренировочный -2. (птицы) το πέταγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полёт
См. также в других словарях:
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek